- σκερτσόζος
- σκερτσόζος, -α, -ο και σκερτσόζικος, -η, -ο1. χαριτωμένος: Έχει γυναίκα σκερτσόζα.2. ναζιάρης, αυτός που κάνει σκέρτσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκερτσόζος — α, ο, Ν σκερτσόζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzoso] … Dictionary of Greek
λυγιστός — ή, ό [λυγίζω] 1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος 2. λυγισμένος, κεκαμμένος 3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος … Dictionary of Greek
ναζιάρης — α, ικο [νάζι] αυτός που κάνει νάζια, φιλάρεσκος, σκερτσόζος … Dictionary of Greek
σκερτσόζικος — η, ο, Ν [σκερτσόζος] 1. αυτός που κάνει σκέρτσα, που συμπεριφέρεται με φιλαρέσκεια, ναζιάρης 2. αυτός που διακρίνεται για τη χάρη τών κινήσεων, τών γραμμών ή τού περιεχομένου του, χαριτωμένος. επίρρ... σκερτσόζικα με τρόπο σκερτσόζικο … Dictionary of Greek
τσαχπίνης — και τσακπίνης, α, ικο, Ν 1. πονηρός, κατεργάρης 2. σκερτσόζος, ναζιάρης και ερωτιάρης 3. καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. capkin] … Dictionary of Greek